Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευόρμητος — εὐόρμητος, ον (Α) 1. αυτός που ορμά δυνατά, που ρέπει προς κάτι, ο επιρρεπής 2. εύορμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ορμητός (< ορμώ)] … Dictionary of Greek
εὐόρμητον — εὐόρμητος masc/fem acc sg εὐόρμητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)